- φολία
- η, Νμουσ. ισπανική μουσική μορφή που συγγενεύει με την πασακάλια και την σακόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. folia με αρχική σημ. «τρέλα» < αρχ. προβηγκιακό folia < fol «ανόητος, τρελός» < υστερολατ. follus < λατ. follis «φυσερό, βαλάντιο»].
Dictionary of Greek. 2013.